- εστιατικός
- ἑστιατικός, -ή, -όν (Α)1. αυτός που ανήκει στο συμπόσιο, ο συμποσιακός2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑστιατικὸνποσό χρημάτων που προοριζόταν για δημόσια έργα στη Δήλο3. αυτός που ανήκει στην Εστία, αγνός, παρθένος.
Dictionary of Greek. 2013.