εστιατικός

εστιατικός
ἑστιατικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει στο συμπόσιο, ο συμποσιακός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑστιατικὸν
ποσό χρημάτων που προοριζόταν για δημόσια έργα στη Δήλο
3. αυτός που ανήκει στην Εστία, αγνός, παρθένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιστιατικός — ἱστιατικός, ή, όν, (Α) ιων. τ. εστιατικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. παράλλ. τ. τού ἑστιατικός*. Για την ερμηνεία τού ἱ βλ. λ. εστία] …   Dictionary of Greek

  • εστιακός — ή, ό (Α ἑστιακὸς και ἑστιατικός, ή, όν) [εστία] αυτός που αναφέρεται στην εστία νεοελλ. 1. μαθ. «εστιακή απόσταση» η απόσταση μεταξύ δύο εστιών μιας κωνικής τομής 2. φυσ. αυτός που αναφέρεται στις εστίες τών κατόπτρων και τών φακών (α. «εστιακή… …   Dictionary of Greek

  • ἑστιατικάς — ἑστιατικά̱ς , ἑστιατικός convivial fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”